καραούλι

καραούλι
το
(λ. τουρκ.)
1. φρουρά, βάρδια: Κρατούσα καραούλι κείνη την ώρα.
2. σκοπός, σκοπιά: Είναι καραούλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καραούλι — το 1. φρουρά, φυλάκιο, βάρδια 2. φρουρός, σκοπός, φύλακας 3. συνεκδ. παρατηρητήριο, σκοπιά, βίγλα 4. φρ. «κρατώ καραούλι» ή «φυλάω καραούλι» α) φρουρώ, φυλάγω β) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. < τουρκ. karakol… …   Dictionary of Greek

  • καραουλίζω — [καραούλι] 1. βαστώ καραούλι, φρουρώ, φυλάγω 2. (για αρπακτικά ζώα) ενεδρεύω, παραμονεύω τη λεία μου, αναζητώ λεία …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • ολημερίς — και ολημερνίς (Μ ὁλημερίς και ὁλημερνίς) επίρρ. 1. καθ όλη τη διάρκεια τής ημέρας, από το πρωί ώς το βράδυ (α. «ολημερίς τό χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν» β. «ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι») 2. κάθε μέρα, καθημερινά, χωρίς διακοπή,… …   Dictionary of Greek

  • παρακαθισμός — ό, Μ [παρακαθίζω] ενέδρα, καραούλι …   Dictionary of Greek

  • caraul — caraúl ( li), s.m. – 1. Santinelă, gardă. – 2. Paznic de noapte. – 3. (înv.) Pedeapsă şcolară care consta în a obliga un elev să stea în picioare, într un colţ al clasei. – var. caraulă, s.f. Mr. cărăule, megl. cărăul. tc. karaul (Roesler 595;… …   Dicționar Român

  • ολημερίς — (επίρρ. χρον.) 1. όλη τη μέρα: Ολημερίς στον πόλεμο τη νύχτα καραούλι (δημ. τραγ.). 2. καθημερινά: Ολημερίς βρίσκομαι στον κάμπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιλιαδόρος — ο θηλ. όρα και όρισσα αυτός που φυλάει τσίλιες (βλ. λ.), ο φρουρός, ο σκοπός, το καραούλι σε ύποπτες επιχειρήσεις κακοποιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρουρός — ο 1. αυτός που φρουρεί, που φυλάγει κάτι, ο φύλακας και ιδίως ο στρατιώτης που αποτελεί μέλος φρουράς: Οι φρουροί των συνόρων. 2. στρατιώτης ή ναύτης ή σμηνίτης «σκοπός», που «φυλάει βάρδια», ο βαρδιάτορας, το καραούλι. 3. καθένας που είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρουρώ — φρούρησα, φρουρήθηκα, φρουρημένος 1. μτβ., φυλάγω ως φρουρός, είμαι φρουρός, φυλάω. 2. είμαι ή φυλάω βάρδια, φυλάω «σκοπός», βιγλίζω, φυλάω καραούλι. 3. φυλάγω, υπερασπίζω κάτι, φροντίζω για την ασφάλειά του: Φρουρούν τα σύνορα. 4. φυλάγω κάτι να …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”